- γλωσσίτσα
- η1. μικρή γλώσσα: Το κουτάβι με έγλειφε με τη γλωσσίτσα του.2. μτφ., γυναίκα κακόβουλη και κουτσομπόλα: Είναι μια γλωσσίτσα αυτή!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλωσσίτσα — η 1. μικρή γλώσσα 2. ο γλωσσάς … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek